υστατος

υστατος
    ὕστατος
    ὕστᾰτος
    3
    [superl. к ὕστερος I] последний, крайний, конечный Hom., Trag. etc. - см. тж. ὕστατα, ὑστάτη и ὕστατον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υστατος" в других словарях:

  • ὕστατος — masc nom sg ὕστερος latter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… …   Dictionary of Greek

  • ύστατος — η, ο (υπερθ. του συγκρ. ύστερος), έσχατος, ολωσδιόλου τελευταίος (τοπικά και χρονικά): Ύστατη στιγμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑστάτων — ὕστατος fem gen pl ὕστατος masc/neut gen pl ὕστερος latter fem gen pl ὕστερος latter masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτως — ὕστατος adverbial ὕστατος masc acc pl (doric) ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστατον — ὕστατος masc acc sg ὕστατος neut nom/voc/acc sg ὕστερος latter masc acc sg ὕστερος latter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάταις — ὕστατος fem dat pl ὕστερος latter fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτη — ὕστατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτην — ὕστατος fem acc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτης — ὕστατος fem gen sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστάτοις — ὕστατος masc/neut dat pl ὕστερος latter masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»